μαστίκτωρ

μαστίκτωρ
μαστ-ίκτωρ, ορος, ,
A scourger, A.Eu.159 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαστίκτωρ — μαστίκτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που χτυπά με το μαστίγιο, αυτός που μαστιγώνει («ὑπὸ λοβὸν πάρεστι μαστίκτορος δαΐου δαμίου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίζω + επίθημα τωρ (πρβλ. διδάκ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • μαστίκτορος — μαστίκτωρ scourger masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστικτήρ — μαστικτήρ, ῆρος, ὁ (Α) μαστίκτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίζω + επίθημα τήρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”